αποκηρυκτος

αποκηρυκτος
    ἀποκήρυκτος
    ἀπο-κήρυκτος
    2
    публично отвергнутый, лишенный наследства (отцом)
    

(νόθος καὴ ἀ. Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποκηρυκτος" в других словарях:

  • αποκήρυκτος — ἀποκήρυκτος, ον (AM) αυτός που έχει αφοριστεί από την Εκκλησία αρχ. 1. όποιος έχει αποκηρυχθεί δημόσια 2. (για κληρονόμο) εκείνος που έχει αποκληρωθεί …   Dictionary of Greek

  • ἀποκήρυκτος — publicly renounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκήρυκτον — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem acc sg ἀποκήρυκτος publicly renounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύκτοις — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύκτου — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύκτους — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύκτων — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκηρύκτῳ — ἀποκήρυκτος publicly renounced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»